κιμαδιάζω

κιμαδιάζω
kıyma yapmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιμαδιάζω — [κιμάς] 1. κόβω σε ειδική μηχανή ή με ειδικό μαχαίρι το κρέας ώστε να γίνει κιμάς 2. μτφ. κατακρεουργώ («θά σέ κιμαδιάσει όταν σέ δει, είναι εξαγριωμένος μαζί σου») …   Dictionary of Greek

  • κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κιμάδιασμα — το [κιμαδιάζω] το να κόβει κάποιος κιμά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”